- δασμοφορίᾳ
- δασμοφορίᾱͅ , δασμοφορίαpayment of tributefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δασμοφορία — δασμοφορίᾱ , δασμοφορία payment of tribute fem nom/voc/acc dual δασμοφορίᾱ , δασμοφορία payment of tribute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφορία — δασμοφορία, η (Α) [δασμοφόρος] η πληρωμή τού καθορισμένου φόρου … Dictionary of Greek
δασμοφορίας — δασμοφορίᾱς , δασμοφορία payment of tribute fem acc pl δασμοφορίᾱς , δασμοφορία payment of tribute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφορίαν — δασμοφορίᾱν , δασμοφορία payment of tribute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)